- υδατόσημο
- το, Ν1. το υδατόγραμμα2. (ειδικά) υδατόγραμμα χρησιμοποιούμενο σε χαρτί γραμματοσήμων για την πιστοποίηση τής γνησιότητάς τους ή την αποτροπή παραχάραξής τους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + σήμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υδατόσημο — το παράσταση με υδάτινες γραμμές ή σημεία σε χαρτονομίσματα, γραμματόσημα, χαρτί αλληλογραφίας κτλ. για εξασφάλιση της γνησιότητας τους, φιλιγκράν, υδάτινο σημείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λευκόσημο — το υδατόσημο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + σημο (< σῆμα), πρβλ. χαρτό σημο. Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν του Κωνστ. Βαρβάτη] … Dictionary of Greek
φιλιγκράν — το, Ν άκλ. 1. διάτρητο δικτυωτό λεπτούργημα από λεπτά συγκολλημένα πλέγματα χρυσών, αργυρών ή γυάλινων ινών 2. δαντέλα με βελόνα, ισπανικής προέλευσης, η οποία συνδυάζει χρωματιστή και μεταλλική κλωστή 3. είδος μεταλλικού κεντήματος που… … Dictionary of Greek
ύδωρ — το / ὕδωρ, ατος, ΝΜΑ, και ὕδρω, και βοιωτ. τ. οὕδωρ και μτγν. ὕδος, Α (στην νεοελλ. λόγιος τ.) το νερό 2. φρ. α) «γην και ύδωρ» βλ. γη β) «ύδατος και γης απαγόρευσις» (στην αρχ. Ρώμη) μορφή εκούσιας εξορίας ενός εγκληματία στον οποίο απαγορευόταν … Dictionary of Greek
φιλιγκράν — φιλιγκράν, το και φιλιγκράμ, το άκλ. (λ. γαλλ.) 1. διάτρητο δικτυωτό κόσμημα ή έργο τέχνης από λεπτά φύλλα ή σύρματα χρυσού ή αργύρου ή μολύβδου ή γυαλιού: Φλωρεντινά φιλιγκράν. 2. υδατόσημο (βλ. λ.), υδάτινο σημείο, λευκόσημο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)